ὕψιστα

ὕψιστα
ὕψιστος
highest
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὑψίστα — ὑψίστᾱ , ὕψιστος highest fem nom/voc/acc dual ὑψίστᾱ , ὕψιστος highest fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψίστᾳ — ὑψίστᾱͅ , ὕψιστος highest fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψίστας — ὑψίστᾱς , ὕψιστος highest fem acc pl ὑψίστᾱς , ὕψιστος highest fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὑψίστας — Ὑψίστᾱς , Ὕψισται fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕψιστ' — ὕψιστα , ὕψιστος highest neut nom/voc/acc pl ὕψιστε , ὕψιστος highest masc voc sg ὕψισται , ὕψιστος highest fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ύψιστος — η, ο υπερθ. του υψηλός (βλ. λ.) 1. ο πάρα πολύ υψηλός, ο υψηλότατος, ο πανύψηλος. 2. μτφ., μέγιστος, σπουδαιότατος, σημαντικότατος, σοβαρότατος: Tα ύψιστα συμφέροντα του κράτους. 3. μτφ., τεράστιος, κολοσσιαίος: Οι πυραμίδες της Αιγύπτου είναι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ύψιστος — η, ο / ὕψιστος, ίστη, ον, ΝΜΑ 1. πάρα πολύ ψηλός, υψηλότατος 2. (για τόπο) αυτός που βρίσκεται σε πολύ μεγάλο ύψος («πρὶν ἂν πρὸς αὐτὸν Καύκασον μόλης, ὀρων ὕψιστον», Αισχύλ.) 3. ανώτερος όλων, υπέρτατος 4. πάρα πολύ σημαντικός, μέγιστος (α.… …   Dictionary of Greek

  • αναβιβάζω — (Α ἀναβιβάζω) 1. κάνω κάποιον ή κάτι να ανεβεί, τοποθετώ σε υψηλότερη θέση, ανεβάζω 2. (ως γραμμ. όρος) μεταθέτω τον τόνο προς την αρχή τής λέξης αρχ. 1. (για πλοία) έλκω, σύρω από τη θάλασσα προς την ξηρά 2. (μέσ. για πλοία) επιβιβάζω 3. (ενεργ …   Dictionary of Greek

  • τελικός — ή, ό / τελικός, ή, όν, ΝΜΑ [τέλος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο τέλος, τελευταίος 2. (στους Στωικούς) αυτός που σχετίζεται με το τέλος, δηλαδή το ύψιστο αγαθό, ή αυτός που το εμπεριέχει («ἀγαθὰ τελικά», Στωικ.) 3. γραμμ. αυτός που ανήκει… …   Dictionary of Greek

  • Αγία Ρωμαϊκή αυτοκρατορία — Μεσαιωνική αυτοκρατορία της κεντρικής Ευρώπης. Ως τυπική απαρχή της αναφέρεται το 961 (με ιδρυτή τον Όθωνα Α’ τον Μεγάλο) και ως τυπική λήξη της το 1806, οπότε ο αυτοκράτορας Φραγκίσκος Β’ των Αψβούργων παραιτήθηκε από τον τίτλο του Ρωμαίου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”